αφαιρέτης

αφαιρέτης
ο уст. мат. вычитаемое

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφαιρέτης" в других словарях:

  • αφαιρέτης — ἀφαιρέτης, ο (Μ) [αφαιρώ] αυτός που αφαιρεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀφαιρέτης — one who deprives masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαιρέτης — ο παλιότερη ονομασία του αφαιρετέου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφαιρέται — ἀφαιρέτης one who deprives masc nom/voc pl ἀφαιρέτᾱͅ , ἀφαιρέτης one who deprives masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρέτην — ἀφαιρέτης one who deprives masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»